- νιτρωδία
- νιτρ-ωδία, ἡ,A alkalinity, Ruf. ap. Aët.3.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νιτρωδία — νιτρωδία, ἡ (Α) [νιτρώδης] η θεραπευτική ιδιότητα τού νίτρου … Dictionary of Greek